συνδέτης

συνδέτης
συνδέτης
one bound hand and foot
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνδέτης — ο, ΝΜΑ [συνδέω] 1. αυτός που συνδέει ή ο κατάλληλος για σύνδεση, συνδετήρας ή συνδετικός («τὸν συνδέτην... τῶν ξύλων ἢ φακέλων», Νικ. Χων.) 2. ναυτ. μεταλλική ράβδος που συνδέει και στηρίζει τοιχώματα, αλλ. συνδετική ράβδος αρχ. συνδέσμιος,… …   Dictionary of Greek

  • συνδέτην — συνδέτης one bound hand and foot masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδέτας — συνδέτᾱς , συνδέτης one bound hand and foot masc acc pl συνδέτᾱς , συνδέτης one bound hand and foot masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδετικός — ή, ό / συνδετικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνδέω] 1. αυτός που χρησιμεύει στη σύνδεση δύο ή περισσότερων πραγμάτων ή ο κατάλληλος για την παραπάνω σύνδεση (α. «συνδετικός ιστός» β. «νεῡρα συνδετικά», Γαλ.) 2. γραμμ. συμπλεκτικός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • συνδέτου — σύνδετος bound hand and foot masc/fem/neut gen sg συνδέτης one bound hand and foot masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”